ἀκράτωρ

ἀκράτωρ
ἀκράτωρ, [], ορος, ,
A = ἀκρατής 1, S.Ph.486, Ph.1.116, al.
II = ἀκρατής 11,

ἀ. ἑαυτοῦ Pl.R.579c

, Criti.121a; γαστέρων Theopomp. Hist.39, cf. Ph.2.357
, Ael.Fr.90.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακράτωρ — ἀκράτωρ ( ορος), ο (Α) 1. αδύναμος, ασθενικός 2. αυτός που δεν έχει επιβολή, δεν εξουσιάζει κάποιον ή κάτι (βλ. και ακρατής). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκρατής*] …   Dictionary of Greek

  • ἀκράτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορα — ἀκράτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορας — ἀκράτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορε — ἀκράτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορες — ἀκράτωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορι — ἀκράτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορος — ἀκράτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”